- νέπους
- νέπους, -οδος, ὁ (Α)συν. στον πληθ. οι νέποδεςα) τέκνα («νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης»Ομ. Οδ.)β) οι απόγονοι («ἀθάνατοι δὲ καλεῡνται ἑοὶ νέποδες», Θεόκρ.)γ) τα ζώα που έχουν νηκτικές μεμβράνες στα πόδια και κολυμπούν με τα πόδιαδ) υδρόβια ζώαε) (κατά τον Απίωνα) αυτοί που δεν έχουν πόδια, άποδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω τής αβέβαιης σημ. τής λ., έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την ετυμολογία της. Η σημ. «απόγονοι», που απαντά σε ένα αμφίβολο χωρίο στον Όμ., αλλά και σε μεταγενέστερα κείμενα, είναι η πιο πιθανή. Με αυτήν τη σημ. η λ. νέποδες < *νέπως (ο τ. νέπως, -ωτος «απόγονος» είναι μτγν.) συνδέεται με λατ. nepōtes «απόγονοι» και αρχ. ινδ. napātah «εγγονός». Ο πληθ. νέποδες αντί *νέπωτες οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση τού παλαιότερου τ. ονομ. πώς τού πούς, ποδός, που συνέπιπτε με την αρχική αμάρτυρη μορφή *νέπως τού τ. Η προοπτική αυτή της λ., που τήν συνέδεσε παρετυμολογικά με το πους «πόδι», οδήγησε πιθ. στις σημ.: α) «νηξίποδες, τα ζώα που κολυμπούν με τα πόδια» και β) «άποδες». Η λ., με την πρώτη σημ., θεωρήθηκε συνθ. με α' συνθετικό το ρ. νέω «κολυμπώ» ή τη λ. νότος (< *νετ-ποδες), ενώ κατ' άλλους ανήχθη σε *νεπέ-ποδες (πρβλ. αρχ. ινδ. snapayati «πλένω»). Η λ., τέλος, με τη δεύτερη σημ. «άποδες» θεωρήθηκε συνθ. με α' συνθετικό το στερητικό μόριο νε-*, άποψη ελάχιστα πιθανή, δοθέντος ότι το στερ. μόριο δεν εμφανίζεται με τη μορφή αυτή σε άλλες λ. τής Ελληνικής].
Dictionary of Greek. 2013.